- καθαρωτάτου
- καθαρόςphysically cleanmasc/neut gen superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ATTICA — hodie Ducato di Sethines, regio Achaiae, sive Helladis in angulo Orientali et Australi, quae et Mopsopia et Cecropia dicta est, in qua Athenae, urbs olim totius Graeciae clarissima. Hinc Atticus adiect. Ovid. Trist. l. 5. El. 4. v. 29. O dulcior… … Hofmann J. Lexicon universale
Ωρομάσδης — Περσική θεότητα, που εκπροσωπούσε το αγαθό πνεύμα και ενσάρκωνε την αγνότητα, την ωραιότητα, τη σοφία και τη δύναμη. Ο Ω. είναι η πηγή του φωτός και ο κριτής του κόσμου. Περιβάλλεται από αρχαγγέλους του πνεύματος, των στοιχείων της φωτιάς, των… … Dictionary of Greek